-
1 συγκληρόω
3 [voice] Med., draw a lot with others, J.BJ3.8.7; Astrol., acquire κλῆρος jointly with, Vett.Val.68.5.II join by lot,τινί τι D.14.18
;τινά τινι Aeschin.2.183
;αὐτόματος φορὰ καὶ τύχη τὰς ἀρχὰς συνεκλήρωσεν Jul.Or.5.162a
:—[voice] Pass., τὰ ἄλογα πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων.. ἔχει συγκεκληρωμένα assigned to them along with men, Ael.NA Praef.; συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ to be all doomed to silence, ib.15.28, cf. Dam.Pr. 257.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκληρόω
См. также в других словарях:
συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… … Dictionary of Greek